νεροφίδα

νεροφίδα
η
1. νερόφιδο
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πίνει πολύ νερό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ένυδρις — ἔνυδρις και ἐνυδρίς, η (AM) 1. υδρόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό, κν. βίδρα ή φώκια τής θάλασσας 2. νεροφίδα …   Dictionary of Greek

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • βατραχομυομαχία — Μικρό και εύθυμο έπος σε 300 στίχους, παρωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, που αποδόθηκε στον ίδιο τον Όμηρο από τον Στάτιο, τον Φιλόστρατο και άλλους. Το ποίημα ανήκει στην εποχή των Περσικών πολέμων. Θέμα του είναι ο πόλεμος ανάμεσα στους βατράχους… …   Dictionary of Greek

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

  • νερόφιδο — Οφίδιο, όχι ιοβόλο, της οικογένειας των Κολουβριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι natrix tessellata. Ο χαρακτηρισμός tessellata = ψηφιδωτό του δόθηκε για τις πολυάριθμες καφέ βούλες, που βρίσκονται, στη ραχιαία περιοχή και στα πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • νυχτοκόρακας — (nycticomx nycticorax). Πελαγόμορφο καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Ερωδιιδών που είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Έχει πάρει την ονομασία ν. για την κραυγή του που μοιάζει με του κόρακα και… …   Dictionary of Greek

  • νερόφιδο — νερόφιδο, το και νεροφίδα, η είδος φιδιού που ζει και στο νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”